κατοικίσῃ

κατοικίσῃ
κατοικίσηι , κατοίκισις
settlement
fem dat sg (epic)
κατοικίζω
settle
aor subj mid 2nd sg
κατοικίζω
settle
aor subj act 3rd sg
κατοικίζω
settle
fut ind mid 2nd sg
κατοικίζω
settle
aor subj mid 2nd sg
κατοικίζω
settle
aor subj act 3rd sg
κατοικίζω
settle
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατοίκιση — η (Α κατοίκησις) [κατοικίζω] ίδρυση αποικίας, αποικισμός …   Dictionary of Greek

  • κατοικισμός — ο (Α κατοικισμός) [κατοικίζω] η κατοίκιση …   Dictionary of Greek

  • Καζακστάν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καζακστάν Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Καζακστάν (1925 91) Έκταση: 2.717.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.741.519 (2002) Πρωτεύουσα: Αστάνα (319.300 κάτ. το 1999)Κράτος της κεντρικής Ασίας.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”